κόττυφος

κόττυφος
κόσσυφος , κόσσυφος
Gloss.
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κόττυφος — κόττυφος, ὁ (Α) βλ. κότσυφας …   Dictionary of Greek

  • Merle Noir — Merle noir …   Wikipédia en Français

  • Merle noir — Turdus merula …   Wikipédia en Français

  • Turdus merula — Merle noir Merle noir …   Wikipédia en Français

  • Turdus merula —   Mirlo común Mirlo …   Wikipedia Español

  • κότσυφας — Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων παμφάγων πτηνών του γένους Turdus, της οικογένειας των τουρδιδών. Πολύ κοινό είδος στην Ευρώπη είναι το μαύρο κοτσύφι (Turdus merula), μήκους περίπου 26 εκ., με τα 12 εκ. να ανήκουν στην ουρά. Το αρσενικό έχει… …   Dictionary of Greek

  • παταγώ — έω, Α [πάταγος] 1. κάνω πάταγο, εκπέμπω ισχυρό κρότο («παταγεῑ δ εὐρεία θάλασσα», Θεόκρ.) 2. (για πτηνά) κρώζω, κραυγάζω θορυβωδώς («ὁ κόττυφος ἐν μὲν τῷ θέρει ᾄδει, τοῡ δὲ χειμῶνος παταγεῑ», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τα δόντια) τρίζω 4. κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • ԿԵՌՆԵԽ — (ի, աց.) NBH 1 1089 Chronological Sequence: 6c գ. κόσσυφος, κόττυφος merula. Սարիկ թռչունն քաղցրաձայն՝ նման ագռաւու փոքրան. ճարեկ. ... *Կեռնեխք եւ տատրակք: *Կեռնեխք եւ ագռաւք եւ պապկայք. Փիլ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”